- μυθοπλαστικός
- η , ό[ν] басенный, относящийся к написанию басен, сказок, мифов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυθοπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθοπλαστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek